ΟΑΚ

ΟΑΚ
Βλ. λ. Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • дати — ДА|ТИ (>3000), МЬ, СТЬ гл. 1. Дать (давать) в руки, вручить: <ѹзьр>ѣ нища нага и печѩльна. и съвлъкъ сѩ дасть <ѥмѹ> одеждю свою. Изб 1076, 269; повелѣ нали˫ати вина юже ношаше викию и дати ѥмѹ. ЖФП XII, 51б; съньмъ прьстень съ рѹкы …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προμήθειο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pm· ανήκει στην οικογένεια των λανθανιδών, έχει ατομικό αριθμό 61 και είναι γνωστά μερικά ισότοπά του, όλα ραδιενεργά, από τα οποία κοινότερο είναι το Pm147 (με περίοδο υποδιπλασιασμού 2,6 έτη). Το π. ακόμα δεν… …   Dictionary of Greek

  • Φίρινγκ, Κένεθ — (Fearing, Όακ Παρκ, Ιλινόις 1902 – 1961). Αμερικανός ποιητής. Στα έργα του μιμείται το στιλ του Χουίτμαν ψάχνοντας μέσα στην ποίησή του για λύσεις στα σημερινά προβλήματα, πότε κατηγορώντας την πολιτική της σύγχρονης Αμερικής πότε δίνοντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”